Μεταναστευτικό: Ένα φαινόμενο με πολλές πτυχές και ακόμη περισσότερες αναγνώσεις. Είναι σχεδόν αδύνατο κανείς να αναλύσει το μεταναστευτικό απαλλαγμένος από ιδεολογικές κατευθύνσεις ή -πολλές φορές- ακόμη και ιδεοληψίες. Τα τελευταία χρόνια, η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και η Ελλάδα, αποτελώντας εξωτερικό σύνορο της Ένωσης, έχουν υιοθετήσει αυστηρότερες πολιτικές για τη διαχείριση της μετανάστευσης. Αδιαμφισβήτητα, η τελευταία δεκαετία έχει αναδείξει το μεταναστευτικό στον δημόσιο διάλογο, συνήθως με αρνητική χροιά και αφήνοντας σαφή περιθώρια για την εργαλειοποίηση του από ακραίες φωνές. Δεν είναι όμως τόσο η οποιαδήποτε ακραία ρητορική το βασικό πρόβλημα, αλλά το πως αυτή μετουσιώνεται πρακτικά σε πολιτική και φτάνει να απειλεί ακόμη και θεμελιώδη ανθρώπινα δικαιώματα.
Τι συμβαίνει, λοιπόν, όταν η αυστηροποίηση των κανόνων οδηγεί σε μια συστηματική “ασφαλειοποίηση” του φαινομένου της μετανάστευσης; Να σημειώσουμε πως στο πλαίσιο της μεταναστευτικής πολιτικής, η ασφαλειοποίηση σημαίνει ότι η μετανάστευση δεν αντιμετωπίζεται μόνο ως κοινωνικό, οικονομικό ή ανθρωπιστικό ζήτημα, αλλά κυρίως ως απειλή για την εθνική ασφάλεια. Αυτό οδηγεί σε αυστηρότερα σύνορα, αυξημένη επιτήρηση, προσπάθειες για αποτροπή των μεταναστών και περιορισμό των δικαιωμάτων τους. Ας σταθούμε, όμως, αποκλειστικά το τελευταίο.
Πριν λίγες ημέρες, η κυβέρνηση ανακοίνωσε το κλείσιμο 3 δομών φιλοξενίας μεταναστών, την μεταφορά τους σε άλλες δομές και παράλληλα ζήτησε από την ΕΕ να επιταχύνει τις διαδικασίες για τις μαζικές επιστροφές μεταναστών σε “ασφαλείς τρίτες χώρες”. Πλήρως προβληματικές οι αποφάσεις, υποστηριζόμενες από ολοένα και πιο συντηρητικοποιημένα αφηγήματα, που κυριαρχούν ιδεολογικά σήμερα τόσο στην Ελλάδα όσο και στην Ευρώπη. Αρχικά, κάθε απόφαση για περιορισμό των δομών, πέρα από τα λειτουργικά προβλήματα που δύναται να προκαλέσει, δημιουργεί παράλληλα ασφυκτικές πιέσεις στο ήδη υπάρχον προσωπικό των δομών αλλά και αναγκάζει τους μεταναστευτικούς και προσφυγικούς πληθυσμούς να διαμείνουν σε απάνθρωπες συνθήκες, θέτοντας σε κίνδυνο τους ίδιους αλλά και την δημόσια υγεία. Στόχος της απόφασης, σύμφωνα με κυβερνητικά χείλη, είναι η “εξοικονόμηση πόρων”, σχεδόν ειρωνική αιτιολόγηση -θα μπορούσε κανείς να πει- στην χώρα που μονίμως μοιράζει κρατικούς πόρους σε ημέτερους με απευθείας αναθέσεις. Αλλά αυτό είναι μια άλλη και αρκετά μεγάλη ιστορία(;).
Από την άλλη, αξίζει να εξετάσουμε ποιες είναι αυτές οι “ασφαλείς τρίτες χώρες”, που με παρότρυνση της χώρας μας, θα μεταφερθούν οι μεταναστευτικοί πληθυσμοί. Με πρώτη και καλύτερη την Τουρκία, η οποία επικρίνεται διαρκώς για την θεσμική κατάσταση της και την πλήρη έκπτωση του κράτους δικαίου, τις σταθερές παραβιάσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων αλλά και την πάγια στάση της να αντιμετωπίζει εργαλειακά το διεθνές δίκαιο. Κοινωνικές ομάδες όπως οι γυναίκες, τα παιδιά, οι ΛΟΑΤΚΙ+ βρίσκονται σε ακόμη πιο δυσμενή θέση. Όλοι αυτοί οι παράγοντες, σίγουρα δεν συνθέτουν σε καμία των περιπτώσεων ένα “ασφαλές περιβάλλον” για οποιονδήποτε εκτοπισμένο. Ταυτόχρονα, είναι σχεδόν οξύμωρο μια “προοδευτική” χώρα της Δύσης, όπως η Ελλάδα (2.0.), να επιχειρεί να προωθήσει πολιτικές που θα περιορίσουν εν τέλει κατοχυρωμένα δικαιώματα και θα ωθήσουν πληθυσμούς πίσω σε χώρες όπου είναι πιθανό, αν όχι σίγουρο, πως θα τεθούν σε κίνδυνο.
Παράλληλα, οι εξελίξεις δεν τρέχουν ποτέ χωρίς το κατάλληλοbackground. Και εξηγώ. Η πάγια αντιμεταναστευτική στάση του Donald Trump αλλά και η σταθερή άνοδος της άκρας δεξιάς σε χώρες-κλειδιά για την Ευρώπη (Γαλλία, Γερμανία, Αυστρία κλπ.) “ευλογούν” κάθε πιθανή πολιτική ασφαλειοποίησης, ακόμη και αν αυτή συνεπάγεται κατάφωρες παραβιάσεις δικαιωμάτων. Είναι συνεπώς εύλογο σήμερα να αναρωτηθούμε την βαθύτερη αιτία τέτοιων πολιτικών, αλλά και να αναλογιστούμε εάν τελικά η ασφάλεια μπορεί να εξασφαλιστεί από φράχτες, σύγχρονους “διωγμούς” και θέαση του διπλανού μας ως επικίνδυνου ή αν ο δρόμος για την εσωτερική ασφάλεια είναι άμεσα συνυφασμένος με την κατοχύρωση δικαιωμάτων και προώθηση πολιτικών ένταξης.